- κατάστερος
- -η, -οο γεμάτος από αστέρια, έναστρος: Βλέπαμε τον κατάστερο ουρανό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάστερος — η, ο (AM κατάστερος, ον) γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος μσν. αρχ. 1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια 2. μτφ. (ειδ. για την ουρά τού παγωνιού) πολυποίκιλτος,… … Dictionary of Greek
καταστερίζω — (Α καταστερίζω) [κατάστερος] τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.) αρχ. 1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό 2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.) … Dictionary of Greek
καταστερώ — καταστερῶ, όω (Α) [κατάστερος] 1. καταστερίζω* 2. παθ. καταστεροῡμαι, όομαι α) είμαι γεμάτος αστέρια β) είμαι στολισμένος με αστέρια 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηστερωμένος, η, ον αυτός τού οποίου το όνομα έχει δοθεί σε αστερισμό … Dictionary of Greek
πανάστερος — πανάστερος, ον (Μ) γεμάτος άστρα, κατάστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀστέρας] … Dictionary of Greek